Στην ηλικία των 28, ο Σάγεντ Ριζουάν Φαρούκ επιθεωρούσε εστιατόρια και δημόσιες πισίνες. Μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, ήταν, όπως περιέγραφε ο ίδιος, από πιστή αλλά μοντέρνα οικογένεια της Καλιφόρνιας. Αλλά τη Τετάρτη, αυτός και η Τασφίν Μαλίκ, 27, αφήσαν την εξάμηνη κόρη τους με τη μητέρα του Φαρούκ, ντύθηκαν με μαύρες στολές ειδικών αποστολών, πήραν όπλα και άνοιξαν πυρ, αφήνοντας πίσω τους το μεγαλύτερο μακελειό στις Ηνωμένες Πολιτείες των τελευταίων τριών χρόνων.
Το ζεύγος εισέβαλλε σε ένα πάρτι για τις γιορτές στο χώρο εργασίας του Φαρούκ στην κομητεία του Σαν Μπερναντίνο στην Καλιφόρνια, σκοτώνοντας 14 συναδέλφους του και τραυματίζοντας 21 σε μια επίθεση που φαίνεται να ήταν προσεχτικά σχεδιασμένη, προτού σκοτωθούν και οι δύο από πυρά της αστυνομίας, αφήνοντας μια κοινότητα συγκλονισμένη με λίγα στοιχεία για τους λόγους πίσω από την επίθεση.
Αμερικανός πολίτης που είχε γεννηθεί στην πολιτεία Ιλλινόι, ο Φαρούκ εργαζόταν στην κομητεία ως ειδικός σε περιβαλλοντική υγεία, επιθεωρώντας εστιατόρια και πισίνες για τυχόν παραβιάσεις κανονισμών υγείας, σύμφωνα με τις αρχές και έναν ιστότοπο επιθεώρησης δημόσιων υπαλλήλων.
Ενώ δεν φαινόταν να έχει λογαριασμό σε δημοφιλείς ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το LinkedIn, ο Φαρούκ είχε γραφτεί σε τουλάχιστον τρεις ιστότοπους γνωριμιών, χωρίς να φαίνεται το πότε. Στο ArabLounge.com, ιστότοπο για άτομα αραβικής καταγωγής που «ψάχνουν για σύντροφο, φιλία και αγάπη», ο Φαρούκ περιέγραφε τον εαυτό του ως ελεύθερο, «με τον φόβο του Αλλάχ» ήρεμο, ευγενικό και απλό. «Προσπαθώ να ζήσω ως σωστός μουσουλμάνος», έγραφε.
Ο Φαρούκ είπε πως έψαχνε για «μια κοπέλα που έχει την ίδια νοοτροπία» που φοράει χιτζάμπ (το μαντίλι που καλύπτει το κεφάλι και τους ώμους, αφήνοντας το πρόσωπο ακάλυπτο), αλλά η οποία χαίρεται τη ζωή. Περιέγραφε τον εαυτό του ως έχοντας 1,83 μέτρα ύψος, μη καπνιστή, με «πολύ φιλελεύθερη» πολιτική. Έγραφε επίσης πως τον εκνευρίζουν η «παρορμητική αγορά» προϊόντων και τον απωθεί το ψέμα. Δήλωσε πως το εισόδημά του κυμαίνονταν στο επίπεδο 30.000-45.000 δολάρια το χρόνο (27.000-41.000 ευρώ).
Πηγή